Από καιρό θεωρούνταν ότι τα πεπτικά έλκη προκαλούνται αποκλειστικά λόγω στρες. Η τυπική τους θεραπεία περιελάμβανε τη χρήση αντιόξινων φαρμάκων. Ωστόσο, το 1983, ο Αυστραλός γιατρός Barry Marshall και ο συνάδελφός του Robin Warren ανακάλυψαν ότι η αιτία πολλών περιπτώσεων χρόνιας γαστρίτιδας (φλεγμονή του βλεννογόνου του στομάχου), πεπτικού έλκους και ορισμένων γαστρικών καρκίνων ήταν το βακτήριο Helicobacter pylori. Για αυτή την επιστημονική εφεύρεση B.J. Marshall και J.R. Warren τιμήθηκαν με το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής το 2005.
Σήμερα θεωρείται ότι το Ελικοβακτηρίδιο προσβάλλει περίπου το 50% των ατόμων ηλικίας άνω των 60 ετών σε σύγκριση με το 20% των ατόμων κάτω των 40 ετών. Συνήθως αναπτύσσεται λόγω έλλειψης του υδροχλωρικού οξέος, όταν το περιβάλλον στο στομάχι γίνεται πιο αλκαλικό από ότι χρειάζεται για καταπολέμιση παθολογικών μικροοργανισμών.
Περισσότεροι από το 80% των ανθρώπων που έχουν μολυνθεί με το βακτήριο δεν παρουσιάζουν συμπτώματα και αγνοούν την ύπαρξή του. Ένα μικρό ποσοστό ατόμων θα παρουσιάσει δυσπεψία (πόνο ή δυσφορία μετά το γεύμα). Εντονότερες ενοχλήσεις εμφανίζονται όταν η υπερανάπτυξη του Eλικοβακτηριδίου θα προκαλέσει το έλκος του στομάχου ή του δωδεκαδακτύλου.
Υπερβολική παρουσία του Eλικοβακτηριδίου στο γαστρεντερικό μας σύστημα μπορεί να καταλήξει σε χρόνια φλεγμονή, γεγονός που αποτελεί υπόβαθρο ανάπτυξης πολλών νοσημάτων του πεπτικού συστήματος και όχι μόνο..
Υπάρχει τεκμηριωμένη συσχέτιση του Eλικοβακτηριδίου με τα νοσήματα, όπως η ανεξήγητη σιδηροπενική αναιμία, η ιδιοπαθής θρομβοπενική πορφύρα και η ανεπάρκεια της βιταμίνης Β12 καθώς και αναπάρκεια ιχνοστοιχείων όπως Μαγνήσιο, Ασβέστιο, Κάλιο. Έχει συσχετιστεί επίσης και με σοβαρά νοσήματα όπως ο καρκίνος και το λέμφωμα του στομάχου. Υπό μελέτη βρίσκεται η συσχέτιση με το άσθμα και τις ατοπικές δερματικές παθήσεις καθώς και την παχυσαρκία.
Η φυσική Μαστίχα Χίου
Αν και το πρότυπο περίθαλψης που περιλαμβάνει τη χρήση πολλαπλών αντιβιοτικών είναι αποτελεσματικό στην εξάλειψη του Ελικοβακτηριδίου του πυλωρού , τα αντιβιοτικά δεν είναι πάντα καλά ανεκτά και μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές αλλοιώσεις στο μικροβίωμα του εντέρου. Σύμφωνα με διάφορες μελέτες υπάρχει επίσης άμεση σχέση μεταξύ της αυξημένης χρήσης αντιβιοτικών και της δημιουργίας ανθεκτικών βακτηρίων. Η εμφάνιση ανθεκτικών μικροοργανισμών στα φάρμακα οδηγεί στη συνέχεια τα διαθέσιμα θεραπευτικά σχήματα να γίνονται λιγότερο αποτελεσματικά ή εντελώς αναποτελεσματικά.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι επιστήμονες ανέφεραν στο New England Journal of Medicine σχετικά με τα οφέλη της Μαστίχας (CMG): «Ακόμα και οι χαμηλές δόσεις Μαστίχας— 1 mg την ημέρα για δύο εβδομάδες — μπορούν να θεραπεύσουν τα πεπτικά έλκη πολύ γρήγορα. »
Μια περαιτέρω μελέτη βρήκε αποτελεσματική βακτηριοκτόνο δράση έναντι εννέα στελεχών του Eλικοβακτηριδίου του πυλωρού. Και έρευνα το 2010, βρήκε ότι η Μαστίχα είναι ικανή να εξαλείψει με ασφάλεια το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού και να ανακουφίσει τα συμπτώματα της χρόνιας γαστρίτιδας και της νόσου του πεπτικού έλκους.
Η νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα είναι χρόνιες φλεγμονώδεις ασθένειες του εντέρου που αφορούν το παχύ έντερο και λεπτό έντερο, στις οποίες οι ασθενείς χρειάζονται θεραπεία επαγωγής και συντήρησης. Η συμβατική θεραπεία αυτών των παθολογιών περιλαμβάνει τη χρήση κορτικοστεροειδών, ανοσοκατασταλτικών, αντιβιοτικών και βιολογικών παραγόντων (αντικαρκινικός παράγοντας νέκρωσης (TNF)-α). Ωστόσο, η χρήση αυτών των φαρμάκων συνοδεύεται από παρενέργειες, με κάποιες από αυτές να είναι αρκετά σοβαρές.
Σε σχετική μελέτη, αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα της Μαστίχας στην κλινική πορεία και στους φλεγμονώδεις μεσολαβητές του πλάσματος ασθενών με ενεργό νόσο του Crohn. Επιστρατεύτηκαν σε μια θεραπεία 4 εβδομάδων με 6 κάψουλες/ημέρα, 0,37 g/cap, 10 ασθενείς και 8 μάρτυρες. Διαπιστώθηκε ότι η θεραπεία με Μαστίχα μείωσε σημαντικά τον δείκτη δραστηριότητας του νόσου Crohn.
Λόγω αυτών και άλλων μελετών, διαπιστώθηκε ότι η Μαστίχα (CMG) μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμπλήρωμα για τη μείωση της δραστηριότητας της νόσου του Crohn, τη βελτίωση της πεπτικής κατάστασης, τη διατήρηση της κλινικής ύφεσης σε ασθενείς με χρόνιες φλεγμονώδεις ασθένειες του εντέρου και την επίλυση λοιμώξεων από το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού.
Αυτή τη στιγμή η φυσική Μαστίχα Χίου είναι καταχωρημένη στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (European Medicines Agency, EMA) ως “παραδοσιακό φάρμακο φυτικής προέλευσης” με τις ακόλουθες ενδείξεις:
1. Ήπια δυσπεπτικά ενοχλήματα
2. Συμπτωματική θεραπεία ήπιας φλεγμονής του δέρματος και επούλωση μικρών δερματικών πληγών.
Στα πλαίσια της πρόσφατης μελέτης της χημικής σύστασης και της φαρμακευτικής δράσης της μαστίχας, διερευνήθηκε το χημικό προφίλ της και εξετάσθηκαν πιθανές βιολογικές δράσεις της με έμφαση στην αντιμικροβιακή επίδραση έναντι του Ελικοβακτηρίδιου του πυλωρού. Η έρευνα διαπίστωσε ότι ακόμα και το αιθέριο έλαιο της Μαστίχας Χίου, έχει θεραπευτικές ιδιότητες (αντιμικροβιακές, αντιοξειδωτικές, ηπατοπροστατευτικές) καθώς όλα τα προϊόντα της αποτελούν φυσικά αντιβιοτικά με πολαπλά οφέλη (σκόνη, τσίκλα, κάψουλες, έλαιο, φυσική μορφή ).
Μόλις 1 γραμμάριο Μαστίχας:
Φέρει μια εξαιρετική καταπραϋντική δράση για την παλινδρόμηση οξέος και καούρα στομάχου. Εξουδετερώνει την οξύτητα στον οισοφάγο, γεγονός που τον προστατεύει από τη δυσφορία και τυχόν αλλοίωσή του.
Διευκολύνει την πέψη συμβάλλοντας στην έκκριση περισσότερου σάλιου και γαστρικού υγρού.
Μπορεί να βελτιώσει τη δυσπεψία και τα συμπτώματα, όπως ο έντονος πόνος στο στομάχι, το αίσθημα φουσκώματος, ο μετεωρισμός, θα διευκολύνει τα συμπτώματα της νόσου του Crohn και του Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου.
Σύμφωνα με έρευνες η Μαστίχα χρησιμοποιείται για να αντιμετωπίσει την αυξημένη χοληστερίνη και τα ανεβασμένα τριγλυκερίδια.
Τα αντιοξειδωτικά που περιέχει, εμποδίζουν τον σχηματισμό αθηρωματικής πλάκας στις αρτηρίες, προστατεύοντας έτσι από τις καρδιοπάθειες.
Πλούσια και σε πολυφαινόλες μειώνει τα επίπεδα σακχάρου και χοληστερίνης στο αίμα, αυξάνοντας την «καλή» (HDL) χοληστερίνη και μειώνοντας την «κακή» (LDL).
Μελέτες έχουν δείξει ότι η Μαστίχα βοηθά στην επιβράδυνση της ανάπτυξης όγκων και την πρόληψη της ανάπτυξης καρκινικών κυττάρων, ειδικά στην περίπτωση ανάπτυξης καρκίνου του πνεύμονα και του προστάτη.